βράβευση

βράβευση
η
η τελετή της απονομής βραβείων: Κάθε χρόνο γίνεται στο σχολείο η βράβευση των αριστούχων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βράβευση — η (AM βράβευσις) [βραβεύω] η απονομή βραβείου νεοελλ. η τελετή της απονομής των βραβείων αρχ. κρίση, διαιτησία …   Dictionary of Greek

  • βραβεύσῃ — βραβεύω act as judge aor subj mid 2nd sg βραβεύω act as judge aor subj act 3rd sg βραβεύω act as judge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραβεύσηι — βραβεύσῃ , βραβεύω act as judge aor subj mid 2nd sg βραβεύσῃ , βραβεύω act as judge aor subj act 3rd sg βραβεύσῃ , βραβεύω act as judge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Despina Vandi — Δέσποινα Βανδή Vandi performing at BOOM in Thessaloniki on 24 March 2007. Background information Birth name Despina M …   Wikipedia

  • Despina Vandi discography — Despina Vandi discography Despina Vandi performing at BOOM in Thessaloniki Releases ↙Studio albums 8 …   Wikipedia

  • Лима, Пабло — Пабло Лима Общая информация …   Википедия

  • Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”